μεμυωμένον

μεμυωμένον
μυόω
make muscular
perf part mp masc acc sg
μυόω
make muscular
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυούμαι — μυοῡμαι, όομαι (Μ) [μυς] γίνομαι μυώδης («στῆθος μεμυωμένον», Ιππιατρ.) …   Dictionary of Greek

  • μυώ — (I) μυῶ, άω (Α) 1. συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας («τί μοι μυᾱτε κἀνανεύετε;», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μυᾱτε σκαρδαμύττετε». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον Αριστοφάνη και στη γλώσσα τού Ησυχίου «μυᾱτε σκαρδαμύττετε», όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”